- περιδεραίου
- περιδέραιοςpassed round the neckmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… … Dictionary of Greek
ίλιον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βορειοδυτική της χερσόνησο, πρωτεύουσα της Τρωάδας, γνωστή κυρίως ως Τροία (βλ. λ.). 2. Μικρή παράλια πόλη, που χτίστηκε κοντά στο προϊστορικό Ίλιον από τον Μέγα Αλέξανδρο και… … Dictionary of Greek
τανθαρυστός — ή τανθαριοτός, ὁ, Α [τανθαρύζω] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί τρόμο 2. (κυρίως σε φρ.) «τανθαρυστὸς ὅρμος» είδος περιδέραιου, πολύτιμοι λίθοι (Θεόπομπ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek